- σκώπτω
- ΝΜΑεμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω («τὰς Λακωνικὰς μάχαιρας εἰς τὴν μικρότητα σκώπτειν», Πλούτ.)αρχ.1. (με καλή σημ.) αστεΐζομαι με κάποιον, πειράζω2. λέω αστεία, είμαι αστείος3. λέω λόγια μικρής σημασίας, δεν λέω σπουδαία λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η αναγωγή τού ρ. στη λ. σκώψ, λόγω τού διαπεραστικού και επομένως σκωπτικού, χλευαστικού βλέμματος τής γλαύκας (βλ. λ. σκώψ). Η σύνδεση με τα ρ. σκέπτομαι, σκάπτω, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή από μορφολογική άποψη, προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.